παγίδα

παγίδα
η
1. κάθε μηχάνημα που κατασκευάζεται για την εξαπάτηση και σύλληψη άγριων ζώων: Πιάστηκε το ποντίκι στην παγίδα.
2. μτφ., δόλος, απάτη: Έπεσε στην παγίδα που του έστησαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παγίδα — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Iωνίας. * * * η (ΑΜ παγίς, ίδος) 1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου 2. μτφ. μέσο ή… …   Dictionary of Greek

  • παγίδα — παγίς trap fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο …   Dictionary of Greek

  • καταπαγιδεύω — (Μ) στήνω παγίδα σε κάποιον, συλλαμβάνω κάποιον σαν σε παγίδα («καταπαγιδεύω σε τοῑς χείλεσι», Ευμάθ.) …   Dictionary of Greek

  • λοχώ — (I) λοχώ, ἡ (Α) λεχώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. του λεχώ. Ο τ. λοχώ < λόχος + επίθημα ώ, που απαντά σε θηλ. ονόματα (πρβλ. μορμ ώ, μορφ ώ)]. (II) λοχῶ, άω (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, τοποθετούμαι για ενέδρα, παραφυλάω, παραμονεύω, στήνω… …   Dictionary of Greek

  • μυιοπαγίδα — η η μυγοπαγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + παγίδα (πρβλ. ποντικο παγίδα)] …   Dictionary of Greek

  • μυοπαγίδα — η παγίδα για σύλληψη ποντικών, μυάγρα, ποντικοπαγίδα, φάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + παγίδα. Η λ., στον λόγιο τ. μυοπαγίς, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πάγη — πάγη, ἡ (Α) 1. καθετί που στερεώνει και συγκρατεί κάτι 2. (κατ επέκτ.) βρόχος, παγίδα 3. (ειδικά) παγίδα για τη σύλληψη θηραμάτων, κυνηγετικό δίχτυ 4. μτφ. δόλος, πανουργία 5. φρ. «ὑπόπυρος πάγη» μτφ. χαρακτηρισμός τών φάρων τού Ναυπλίου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • παγιδεύω — (ΑΜ παγιδεύω) [παγίς, ίδος] 1. στήνω παγίδα ή πιάνω με παγίδα 2. μτφ. χρησιμοποιώ ανέντιμα και δόλια μέσα προκειμένου να δελεάσω και εξαπατήσω κάποιον αρχ. παθ. παγιδεύομαι καταλαμβάνομαι από έρωτα …   Dictionary of Greek

  • ποδάγρα — Νόσος που οφείλεται σε εναπόθεση ουρικού οξέος στους ιστούς. Έχει ιδιοσυστατικό κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται κυρίως με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας, που συχνότερα προσβάλλει τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”